προύμνης — προύμνη plum tree fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Prunus — cerasus (Sour Cherry) in bloom Scientific classification Kingdom … Wikipedia
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
ερεικιά — η βοτ. 1. το φυτό προύμνη η εμβολιαζομένη, κν. αγριοβραμηλιά 2. το φυτό ερείκη, το ρείκι … Dictionary of Greek
μπουρνελιά — και μπρουνελιά, η [μπουρνέλα] κοινή ονομασία τού οπωροφόρου δένδρου προύμνη, η δαμασκηνιά … Dictionary of Greek
προύμνο — το / προῡμνον, ΝΜΑ, και πούρνο Ν, και προύνο ΝΑ το δαμάσκηνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. προύμνη] … Dictionary of Greek
προύνος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ροδίδες στο οποίο ανήκουν, μεταξύ άλλων, η αμυγδαλιά, η βερικοκιά, η δαμασκηνιά, η κερασιά και η ροδακινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. prunus < λατ. prunus (βλ. και προύμνη)] … Dictionary of Greek
σποδιάς — άδος, ἡ, Α δέντρο γνωστό με τη λόγια ονομασία προύμνη η ακανθώδης, κν. σήμερα τσαπουρνιά, τσαπρουνιά ή αγριοκορομηλιά, το αγριοκοκκύμηλον τού Διοσκορίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδιά + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] … Dictionary of Greek
αγριοκερασιά — η είδος του δέντρου προύμνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πουρνελιά — πουρνελιά, η και πουρνιά, η ποικιλία του θάμνου ή δέντρου προύμνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)